ἀλλεπαλλήλους

ἀλλεπαλλήλους
ἀλλεπάλληλος
accumulation
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οδοντωτός — ή, ό (Α ὀδοντωτός, ή, όν) [οδοντώ] (συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν… …   Dictionary of Greek

  • πυκνογόνατος — ον, Α (για φυτά) αυτός που έχει πυκνά γόνατα, δηλ. πολλούς αλλεπάλληλους κόμβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + γόνυ, γόνατος (πρβλ. πολυ γόνατος)] …   Dictionary of Greek

  • συλλοχία — ἡ, Α 1. άθροισμα στρατιωτών, συντεταγμένων σε αλλεπάλληλους λόχους 2. διαχωρισμός τών στρατιωτών κατά λόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λόχος + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • απιοκύστη — (apiocystis). Γένος φυτών του αθροίσματος των αλγών, της οικογένειας των χλωροφυκών. Χαρακτηρίζονται από μικρό ινώδη βλαστό που περικλείει κοκκώδεις γονοκύστεις. Τα ζωοσπόρια έχουν δύο βλεφαρίδες. Κοινότερο είδος είναι η α. η βραουνιάνεια,που ζει …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Καύκασος ή Καυκασία — (Caucasia). Γεωγραφική περιοχή (440.000 τ. χλμ.), που περιλαμβάνει το απώτατο μέρος της δυτικής Ρωσίας (Βόρεια Καυκασία, παλαιότερα Εγγύς Καυκασία, Ciscaucasia) και τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (Υπερκαυκασία, Transcaucasia).… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Λένινσκ-Κουζνέτσκι — (Leninsk Kuznetsky). Πόλη (111.000 κάτ. το 2003) της Ρωσίας, στην επαρχία Κεμέροβο. Βρίσκεται στην κεντρική Σιβηρία και είναι χτισμένη εκατέρωθεν του Ίνια, παραποτάμου του Ομπ. Αποτελεί ένα από τα γαιανθρακοφόρα κέντρα του Κουζνέτσκ. Στην περιοχή …   Dictionary of Greek

  • Μάλερ, Γκούσταφ — (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”